Στα bonus του Νέου Οικοδομικού Κώδικα τα οποία αφορούν στο ύψος των κτιρίων, στην αυθαίρετη δόμηση, στην Ενέργεια και τον ρόλο των δήμων σε θέματα που αφορούν την ανάπτυξη και την οικοδόμηση των πόλεων, αναφέρθηκε ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας, κατά τη διάρκεια προσυνεδριακής συνάντησης διαλόγου της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ).
Κατά την έναρξη της συνάντησης, που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή αιρετών από την Αττική ενόψει του Ετήσιου Τακτικού Συνεδρίου που θα διεξαχθεί στη Ρόδο από τις 7 έως τις 9 Νοεμβρίου, ο κ. Δούκας ανέφερε:
“Ξεκινώντας πριν ένα περίπου χρόνο τη Δημαρχιακή μας θητεία, όλοι μας είχαμε επισημάνει τις μεγάλες προκλήσεις που είχαμε να αναμετρηθούμε και που ουσιαστικά συμπυκνώνονται στο θέμα της σημερινής μας συζήτησης: «Ενέργεια και Περιβάλλον, Κλιματική Κρίση και Πολιτική Προστασία».
Φοβάμαι ότι σήμερα έναν χρόνο μετά, βρισκόμαστε σε δεινότερη θέση. Θα ήθελα να σημειώσω, τρία θέματα – ίσως τα σοβαρότερα για τις πόλεις μας – που είναι σε εξέλιξη αυτές τις μέρες.
Αύριο, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ολοκληρώνει μια μακρά και πολύ σοβαρή διαδικασία, που θα κρίνει το πώς θα αναπτύσσονται και θα οικοδομούνται οι πόλεις μας. Αν θα είναι έρμαια των κάθε λογής μεγαλοεργολαβικών συμφερόντων, που δήθεν στο όνομα της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων, θα προσθέσουν τόνους αχρείαστου τσιμέντου στις πόλεις μας, μέσω αυτού του περίεργου μπόνους ορόφων. Ή – σε αντιδιαστολή με αυτό – θα πάμε σε ηπιότερες μορφές δόμησης με σεβασμό στις ανάγκες των πόλεων και στις αποφάσεις των καθ’ ύλην αρμόδιων, των Δήμων.
Την κρισιμότητα του θέματος τη γνωρίζετε όλοι. Άλλωστε πολλοί από μας έχουμε δραστηριοποιηθεί, έχουμε πάρει σημαντικές αποφάσεις και έχουμε προσφύγει στη Δικαιοσύνη για να τις υπερασπιστούμε.
Έχει όμως σημασία να δούμε πως στάθηκε η κεντρική διοίκηση απέναντι σε αυτή την υπόθεση: Το μεν Υπουργείο Περιβάλλοντος συμμάχησε απολύτως με τους μεγαλοεργολάβους και από κοινού – στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας – στάθηκαν απέναντι στους Δήμους και την ίδια την Κεντρική Ένωση Δήμων.
Η δε Αποκεντρωμένη Διοίκηση εδώ και μήνες ακυρώνει τη μια μετά την άλλη απόφαση των Δημοτικών Συμβουλίων που επιχειρούσαν να προστατεύουν τις πόλεις τους.
Το δεύτερο θέμα είναι επίσης νομοσχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, που κατατέθηκε πριν από μια εβδομάδα στη Βουλή και η συζήτησή του είναι σε εξέλιξη και αφορά την ενέργεια. Μεγάλος απών από τις διατάξεις του, οι προτάσεις των δήμων και οι ομόφωνες αποφάσεις μας στην Κεντρική Ένωση.
Οι Δήμοι παραμένουν οι φτωχοί συγγενείς, καθώς η πρόσβασή τους στα δίκτυα ενέργειας περιορίζεται σε ό,τι περισσεύει από την εκμετάλλευση των μεγάλων παραγωγών ενέργειας.
Και ολοκληρώνω με το τρίτο θέμα.
Στη Βουλή συζητείται μια ακόμη ρύθμιση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, που κατά παρέκκλιση κάθε νομοθεσίας, νομιμοποιεί αυθαίρετα κτίσματα σε όλο το παραλιακό μέτωπο της Αθηναϊκής Ριβιέρας.
Εν ολίγοις, ολοταχώς βήματα προς τα πίσω…
Ακούμε ωραία λόγια για την προστασία των πόλεων, όμως νομοθετούν υπονομεύοντας το μέλλον τους. Μήπως όμως αυτόν τον χρόνο, ισχυροποιήθηκε ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης; Έγιναν οι δήμοι πιο αυτοδύναμοι οικονομικά ή πιο αυτοτελείς διοικητικά; Γνωρίζουμε όλοι. Το καταδεικνύουν και οι ομόφωνες αποφάσεις της ΚΕΔΕ, ότι ο θεσμός αποδυναμώνεται.
Οι αξιολογήσεις διεθνών φορέων, εξακολουθούν να καταγραφούν την ελληνική Αυτοδιοίκηση, ως από τις λιγότερο οικονομικά αυτόνομες μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ, με τις λιγότερες αρμοδιότητες, αλλά και με μεγάλη γραφειοκρατία. Σε αυτό το περιβάλλον κανείς δε μπορεί να διαφωνήσει με το κεντρικό μήνυμα του φετινού μας Συνεδρίου: «Επανεκκίνηση: Ισχυροί Δήμοι, δίπλα στον Πολίτη».
Όμως αγαπητοί συνάδελφοι, αυτό προϋποθέτει από εμάς εγρήγορση και δράση. Δε μπορούμε να εξαντλούμαστε σε συνθήματα, χωρίς περιεχόμενο. Γιατί τότε εμείς οι ίδιοι θα γινόμαστε μέρος του προβλήματος, θα υπονομεύουμε τον θεσμό, θα πριονίζουμε το κλαδί που καθόμαστε. Καταλήγοντας, νομίζω ότι σήμερα θα ήταν πολύ χρήσιμο να συζητήσουμε έναν οδικό χάρτη για το πώς θα καταφέρουμε να κάνουμε πράξη αυτά που όλοι, λίγο-πολύ συμφωνούμε.
Δεν έχει κανένα νόημα, να επαναβεβαιώνουμε κάθε φορά έναν κατάλογο σωστών αιτημάτων, που τείνει να μετατραπεί σε ένα κείμενο καλών προθέσεων, κενό όμως έργων και δράσεων”.